κολλητσίδα

κολλητσίδα
Βλ. λ. κολλιτσίδα.
* * *
η
1. κοινή ονομασία διαφόρων φυτών τών οποίων οι βλαστοί ή τα σπέρματα κολλάνε πάνω σε οτιδήποτε τά ακουμπήσει ή περιέχουν κολλητική ουσία
2. ζωολ. κοινή ονομασία μικρών παράκτιων ψαριών, χωρίς οικονομική σημασία αλλά με χαρακτηριστική μορφολογία και ενδιαφέρουσα συμπεριφορά
3. άνθρωπος ενοχλητικός από τον οποίο δύσκολα απαλλάσσεται κάποιος («μού 'γινες κολλητσίδα»).

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • ξάνθιο — (xanthium). Ποώδες, μονοετές φυτό με κίτρινα άνθη και με μεγάλους αγκαθωτούς καρπούς. Φυτρώνει συνήθως στα ερείπια σπιτιών και στους χωματόδρομους. Στην Ελλάδα απαντούν αρκετά είδη του φυτού αυτού, τα κυριότερα από τα οποία είναι γνωστά με τις… …   Dictionary of Greek

  • αμπελόκαρπον — το Βοτ. ονομασία που έδινε ο Διοσκορίδης σε κάποιο φυτό, πιθανώς στην κολλητσίδα (Galium aparine τού γένους Γάλιο). Το φυτό αυτό ονομαζόταν επίσης από τους αρχαίους απαρίνη …   Dictionary of Greek

  • βουκέφαλον — βουκέφαλον, το (Α) το ετήσιο ζιζάνιο τρίβολος*, τριβόλι, κολλητσίδα …   Dictionary of Greek

  • μουνόψειρα — η 1. είδος ψείρας που παρασιτεί στο τρίχωμα τής ήβης 2. πολύ φορτικός άνθρωπος από τον οποίο δύσκολα απαλλάσσεται κανείς, κολλητσίδα. [ΕΤΥΜΟΛ. < μουνί + ψείρα] …   Dictionary of Greek

  • τζιτζίκι — το, Ν ζωολ. α) ο τζίτζικας β) κοινή ονομασία μικρόσωμου παράκτιου ψαριού τής οικογένειας callionymidae τής τάξης περκόμορφοι, με γυμνό από λέπια δέρμα, που χαρακτηρίζεται από λαμπρούς συνήθως χρωματισμούς και βραγχιακά επικαλύμματα εφοδιασμένα με …   Dictionary of Greek

  • τριβόλι — το / τριβόλιον, ΝΜ, και τριβόλιο και τριβούλι και τρίβουλο Ν [τρίβολος] είδος παλαιού αλωνιστικού οργάνου, που αποτελούνταν από χοντρές συνενωμένες σανίδες οι οποίες είχαν στο κάτω μέρος μπηγμένους αιχμηρούς πυριτολίθους και συρόταν από υποζύγια… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”